ἀνάστημα — height neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάστημα — το, ατος 1. το ύψος του σώματος του ανθρώπου ή των ζώων: Έχει μέτριο ανάστημα. 2. ηθική αξία, ικανότητα, προσόντα: Γνώριζε, όπου έπρεπε, να ορθώνει και το ανάστημά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάστημα — το (AM ἀνάστημα) [ανίστημι] ύψος, μέγεθος νεοελλ. 1. ύψος ανθρώπου, μπόι 2. ηθικό ύψος, μεγαλείο 3. ύψωμα, λόφος 4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα μσν. αρχ. 1. οικοδόμημα, κτήριο 2. οίδημα, εξάνθημα … Dictionary of Greek
ἀναστημάτων — ἀνάστημα height neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστήμασι — ἀνάστημα height neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστήμασιν — ἀνάστημα height neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστήματα — ἀνάστημα height neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστήματι — ἀνάστημα height neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστήματος — ἀνάστημα height neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αλπική φυλή — Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη βραχυκεφαλία (δηλαδή κεφάλι πολύ πλατύ σε σχέση με το μήκος του κρανίου), κεφαλικός δείκτης μεταξύ 85 και 87, πλατύ πρόσωπο, σχετικά μικρή και συχνά κυρτή μύτη, ανοιχτό χρώμα επιδερμίδας, όχι όμως τόσο όσο… … Dictionary of Greek